τανύγλωσσος

τανύγλωσσος
τανύ - γλωσσος: slender - tongued, long-tongued, Od. 5.66†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τανύγλωσσος — ον, Α 1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα 2. φλύαρος, λάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ γλωσσος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • τανυγλώσσους — τανύγλωσσος long tongued masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανυγλώσσων — τανύγλωσσος long tongued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανύγλωσσοι — τανύγλωσσος long tongued masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”